λιοφάγος

λιοφάγος
ο
αυτός που τρώει ελιές.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λιοφάγος — ο ελαιοφάγος, αυτός που τρώγει τις ελιές. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιο (II)* + φαγος (< θ. φαγ , πρβλ. ἔ φαγ ον, αόρ. τού ἐσθίω, «τρώω»)] …   Dictionary of Greek

  • ελαιοφάγος — ο αυτός που αγαπά υπερβολικά τις ελιές ή το λάδι, ο λιοφάγος …   Dictionary of Greek

  • λιο- — (I) α συνθετικό λέξεων τής Νέας Ελληνικής (κυρίως λογοτεχνικών ή διαλεκτικών) που σχηματίστηκε από το ηλι(ο) * (< ήλιος), με σίγηση τού αρκτικού η , και δηλώνει ότι αυτό που σημαίνει το β΄ συνθετικό είτε αναφέρεται στον ήλιο (λιοβασίλεμα,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”